- λογής
- και λοής και, δ. τ., λογίς, λογιών (Μ λογῆς, λογιῶν, λογήν)είδος («τί λογής άνθρωπος είναι ο νέος συνάδελφος;»)νεοελλ.1. φρ. α) «λογής λογής» ή «λογιών λογιών» — κάθε είδους, διαφόρων ειδώνθ) «μιας λογής» — με τον ίδιο τρόπομσν.1. εθνικότητα, έθνος2. ηθικό ή πνευματικό επίπεδο, ποιότητα3. εξωτερική εμφάνιση, μορφή («πρόσωπο χιλίων λογιῶν», Πανώρ.)(«φουσάτα μάζωξεν... Σέρβους... καὶ πᾱσα λογῆς ἄλλης», Παλαμίδ.)4. φρ. α) «διὰ καμμίαν λογήν» — με κανέναν τρόποβ) «εἰς τὴν καλύτερην λογήν» — με τον καλύτερο τρόπογ) «μέ τούτην τὴν λογήν» — με αυτό τον τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. λογῆς και λογήν είναι, αντίστοιχα, γεν. και αιτιατ. ενός μτγν. ουσ. λογή, που σχηματίστηκε από τη γεν. πληθυντικού λογιῶν τού τ. λόγιον, κατά το σχήμα: τῶν εἰδῶν > ἡ εἰδή. Σύμφωνα με αυτήν την άποψη, ο τ. λογιῶν < λογίων, γεν. πληθ. τού λόγιον. Κατ' άλλη άποψη, ο τ. λογιῶν (λοjῶν, ουρανική προφορά [j] τού -γ- προ τών i και e) αντί λογῶν, κατ' επίδραση τής γεν. λογῆς (λοjῆς) ή τής ονομ. πληθ. λογές (λοjές) τού ουσιαστικού λογή*].
Dictionary of Greek. 2013.